διφῶ

διφῶ
δῑφῶ , διφάω
search after
pres imperat mp 2nd sg
δῑφῶ , διφάω
search after
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
δῑφῶ , διφάω
search after
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
δῑφῶ , διφάω
search after
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
δῑφῶ , διφάω
search after
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διφώ — διφῶ ( άω και έω) (Α) ερευνώ, αναζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για εκφραστικό (θαμιστικό επιτατικό) μεταρρηματικό παράγωγο σε άω. Εμφανίζεται ως β συνθετικό λέξεων με τη μορφή δίφης (πρβλ. αστροδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • αθηνοδίφης — ο αυτός που ερευνά την Αθήνα ή τα σχετικά με την ιστορία τής Αθήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αθήνα + δίφης < διφῶ (= ερευνώ, ζητώ)] …   Dictionary of Greek

  • αιγυπτιοδίφης — ο ο αιγυπτιολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγύπτιος + δίφης < αρχ. διφῶ ( άω) «ζητώ, ερευνώ»] …   Dictionary of Greek

  • αναδιφώ — ( άω) (Α ἀναδιφῶ) νεοελλ. 1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα 2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως αρχ. αναζητώ ψηλαφίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοδίφης — ο αυτός που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της αρχαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. γλωσσοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη] …   Dictionary of Greek

  • αστροδίφης — ἀστροδίφης, ο (Α) ο αστρονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + δίφης < διφώ ( άω) «ζητώ, ερευνώ»] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοδίφης — ο αυτός που ερευνά ειδικά γλωσσικά προβλήματα και φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Αλ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • δικοδίφης — δικοδίφης, ο (Α) αυτός που επιζητεί δίκες, ο φιλόδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + διφης < διφώ «ζητώ, ερευνώ»] …   Dictionary of Greek

  • ερεβοδιφώ — ἐρεβοδιφῶ, άω (AM) αναζητώ κάτι στο σκοτάδι, ψάχνω να βρω κάτι ψηλαφώντας, ψηλαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + διφώ «ερευνώ»] …   Dictionary of Greek

  • θεοδιφής — θεοδιφής, ές (Α) αυτός που αναζητεί τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + διφώ «ερευνώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”